τρέπεδδα

τρέπεδδα
τρέπεδδα, ἁ, [dialect] Boeot.,
A = τράπεζα 11, bank, IG7.3172.139 (Orchom., iii B. C.); [full] τρεπεδδίτας [pron. full] [ῑ], , = τραπεζίτης, ib.2420.34 (Thebes, iii B. C.). (Not from τράπεζα but from τρίπεζα, which Hsch. inaccurately calls [dialect] Boeot. for τράπεζα.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρέπεδδα — και τράπεδδα, ἁ, Α (βοιωτ. τ.) βλ. τράπεζα …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”